ὑπερόγκως

ὑπερόγκως
ὑπέρογκος
of excessive bulk
adverbial
ὑπέρογκος
of excessive bulk
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερόγκως — ὑπερόγκως ΝΜΑ επίρρ. βλ. υπέρογκος …   Dictionary of Greek

  • υπέρογκος — η, ο / ὑπέρογκος, ον, ΜΝΑ 1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος 2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «υπέρογκη βλάβη» ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”